κυπαρισσοβεργόλικος

κυπαρισσοβεργόλικος
κυπαρισσοβεργόλικος, -ον και κυπαρισσοβεργόλυγος, -ον (Μ)
αυτός που είναι ίσιος σαν κυπαρίσσι και λυγερός σαν βέργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυπαρίσσι(ν) + βεργόλικος/ βεργόλυγος «λυγερός σαν βέργα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυπαρίσσι — Ονομασία οκτώ οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 156 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριταίας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 940 μ., 111 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”